- μπορ
- το1. η περιφέρεια τού καπέλου που προεξέχει προς τα πλάγια, ο γύρος τού καπέλου2. (γενικά) περίγραμμα3. μπορντούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bord < φραγκ. bord «περιφέρεια αγγείου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπορ, Άαγκε — (Aage Bohr, Κοπεγχάγη 1922 ). Δανός φυσικός. Γιος του νομπελίστα φυσικού Νιλς Μπορ, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Κατά την διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου η οικογένειά του εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Δανία, προκειμένου να μην … Dictionary of Greek
Μπορ, Νιλς Χένρικ Ντάβιντ — (Niels Henrik David Bohr, Κοπεγχάγη 1885 – 1962). Δανός φυσικός. Διδάκτορας στη γενέτειρα του, το 1911, πήγε κατόπιν στο Κέμπριτζ, όπου εργάστηκε με τον Τζ.Τζ. Τόμσον και τον Ράδερφορντ. Το 1916 επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε καθηγητής της… … Dictionary of Greek
Μπορ, Χάρι — (Harry Baur, Παρίσι 1886 – 1944). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Εργάστηκε στα γνωστότερα παρισινά θέατρα και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στις πρώτες ταινίες του ομιλούντος. Γιάνης Αγιάννης, Μπετόβεν, Μπερλιόζ, Ιούδας … Dictionary of Greek
Τεϊσεράν ντε Μπορ, Λεόν Φιλίπ — (Teisserenc de Bort, 1855 – 1913). Γάλλος μετεωρολόγος. Αρχικά εργάστηκε στη μετεωρολογική υπηρεσία της Γαλλίας. Στα 1883 87 ασχολήθηκε με μαγνητικές παρατηρήσεις στη βόρεια Αφρική. Το 1896 οργάνωσε στο Τραπέ, έξω από το Παρίσι, ένα αερολογικό… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
αντιστοιχίας, αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία οι νόμοι της κβαντομηχανικής που ισχύουν για μικροσκοπικά συστήματα μπορούν να δώσουν τα ίδια αποτελέσματα όταν δοκιμαστούν σε συστήματα μεγάλων διαστάσεων, όπως ακριβώς οι νόμοι της κλασικής μηχανικής περιγράφουν… … Dictionary of Greek
μαγνητόνη — Στοιχειώδης μονάδα μαγνητικής ροπής (ποσότητα – κβάντο – στοιχειώδης μαγνητική ροπή) που χρησιμοποιείται στα προβλήματα της ατομικής, πυρηνικής και μοριακής φυσικής. Διακρίνεται η μ. του Μπορ, ιδιότητα του ηλεκτρονίου, της οποίας η τιμή δίνεται… … Dictionary of Greek
Μότελσον, Μπεν Ρόι — (Benjamin Roy Mottelson, Σικάγο 1926 –). Δανός φυσικός, αμερικανικής καταγωγής. Σπούδασε με υποτροφία του αμερικανικού ναυτικού στο Πανεπιστήμιο Περντιού και το 1950 έλαβε διδακτορικό τίτλο στην πυρηνική φυσική από το Χάρβαρντ. Τον ίδιο χρόνο… … Dictionary of Greek
Χερτς, Γκούσταφ Λούντβιχ — (Hertz, Αμβούργο 1887). Γερμανός φυσικός. Τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για τη φυσική μαζί με τον Γιάκομπ Φρανκ, με τον οποίο έκανε το 1914 ένα περίφημο πείραμα, που επιβεβαίωσε άμεσα τη θεωρία περί της δομής του ατόμου του Νιλς Μπορ. Το πείραμα… … Dictionary of Greek